- ὀρτύγια
- ὀρτύγιονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὀρτυγία — Ὀρτυγίᾱ , Ὀρτυγία Quail island fem nom/voc/acc dual Ὀρτυγίᾱ , Ὀρτυγία Quail island fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρτυγίᾳ — Ὀρτυγίαι , Ὀρτυγία Quail island fem nom/voc pl Ὀρτυγίᾱͅ , Ὀρτυγία Quail island fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ορτυγία — Ονομασία διαφόρων περιοχών, νησιών και χωρών της αρχαιότητας. 1. Αρχαιότατη ονομασία περιοχής της Αιτωλίας. 2. Παλαιότερη ονομασία της Δήλου, όπου γεννήθηκε η Άρτεμη, η οποία επονομαζόταν Ορτυγία. 3. Νησί απέναντι από τις Συρακούσες, στο oποίο,… … Dictionary of Greek
Ὀρτυγίας — Ὀρτυγίᾱς , Ὀρτυγία Quail island fem acc pl Ὀρτυγίᾱς , Ὀρτυγία Quail island fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρτυγίαι — Ὀρτυγία Quail island fem nom/voc pl Ὀρτυγίᾱͅ , Ὀρτυγία Quail island fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ортигия — (Όρτυγία; буквально местность перепелов) название нескольких местностей в древней географии. 1) Этим именем назывался в древности о в Делос, почему и родившаяся здесь Артемида получила эпитет Όρτυγία. 2) Лежащий напротив Сиракуз остров (Νάσος),… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ὀρτυγίαν — Ὀρτυγίᾱν , Ὀρτυγία Quail island fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρτυγίαις — Ὀρτυγία Quail island fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρτυγίη — Ὀρτυγία Quail island fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρτυγίην — Ὀρτυγία Quail island fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)